attributable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /əˈtrɪbjʊtəb(ə)l/
Επίθετο επεξεργασία
attributable (en)
- αποδόσιμος, που αποδίδεται ή οφείλεται σε κάτι άλλο
Σημειώσεις επεξεργασία
- attributable to: αποδόσιμος σε