Δείτε επίσης: αποδόσιμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδοσμένος η αποδοσμένη το αποδοσμένο
      γενική του αποδοσμένου της αποδοσμένης του αποδοσμένου
    αιτιατική τον αποδοσμένο την αποδοσμένη το αποδοσμένο
     κλητική αποδοσμένε αποδοσμένη αποδοσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδοσμένοι οι αποδοσμένες τα αποδοσμένα
      γενική των αποδοσμένων των αποδοσμένων των αποδοσμένων
    αιτιατική τους αποδοσμένους τις αποδοσμένες τα αποδοσμένα
     κλητική αποδοσμένοι αποδοσμένες αποδοσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδοσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου αποδίδω

αποδοσμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία