Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίρριψη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίρριψη θηλυκό

  • (λόγιο) καταλογισμός ευθύνης, απόδοση ευθύνης
    Γκρίνια και επίρριψη ευθυνών στο εσωτερικό της ομάδας μπάσκετ επικράτησε μετά τη βαριά ήττα από μία υποδεέστερης αξίας ομάδα.

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία