ενικός         πληθυντικός  
imputation imputations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

imputation (fr) θηλυκό

  1. η κατηγορία, η απόδοση σε κάποιον
  2. η πίστωση
  3. η χρέωση σε κάποιον
  4. o καταλογισμός