imputation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
imputation | imputations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
imputation (fr) θηλυκό
- η κατηγορία, η απόδοση σε κάποιον
- η πίστωση
- η χρέωση σε κάποιον
- o καταλογισμός
ενικός | πληθυντικός |
imputation | imputations |
imputation (fr) θηλυκό