Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

attribution (en)

  • η απόδοση (πχ. ενός κειμένου σε έναν συγγραφέα)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
attribution attributions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

attribution (fr) θηλυκό

  1. η απόδοση
  2. η κατανομή
  3. η ανάθεση
  4. η εκχώρηση

Συγγενικά επεξεργασία