Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδιδόμενος η αποδιδόμενη το αποδιδόμενο
      γενική του αποδιδόμενου της αποδιδόμενης του αποδιδόμενου
    αιτιατική τον αποδιδόμενο την αποδιδόμενη το αποδιδόμενο
     κλητική αποδιδόμενε αποδιδόμενη αποδιδόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδιδόμενοι οι αποδιδόμενες τα αποδιδόμενα
      γενική των αποδιδόμενων των αποδιδόμενων των αποδιδόμενων
    αιτιατική τους αποδιδόμενους τις αποδιδόμενες τα αποδιδόμενα
     κλητική αποδιδόμενοι αποδιδόμενες αποδιδόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ðiˈðo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δι‐δό‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αποδιδόμενος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αποδίδω
    οι αποδιδόμενες τιμές, ο αποδιδόμενος φόρος τιμής
    οι αποδιδόμενες ευθύνες
    τα αποδιδόμενα αντικείμενα
    ο αποδιδόμενος φόρος (προς το κράτος)
    το αποδιδόμενο στον Αριστοτέλη κείμενο, είναι άλλου συγγραφέα όπως φαίνεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία