κομό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομό < (άμεσο δάνειο) ιταλική comò < γαλλική commode (άνετος) < λατινική commodus (εύχρηστος, κατάλληλος) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομό ουδέτερο άκλιτο
- έπιπλο κρεβατοκάμαρας με συρτάρια για τη τακτοποίηση των ρούχων
- άλλες μορφές: κομός (αρσενικό, λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κομό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας