Ετυμολογία

επεξεργασία
κομό < (άμεσο δάνειο) ιταλική comò < γαλλική commode (άνετος) < λατινική commodus (εύχρηστος, κατάλληλος) [1]
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομό ουδέτερο άκλιτο

  • έπιπλο κρεβατοκάμαρας με συρτάρια για τη τακτοποίηση των ρούχων
    άλλες μορφές: κομός (αρσενικό, λαϊκότροπο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.