κουκέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουκέτα | οι | κουκέτες |
γενική | της | κουκέτας | των | κουκετών |
αιτιατική | την | κουκέτα | τις | κουκέτες |
κλητική | κουκέτα | κουκέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουκέτα θηλυκό
- κρεβάτι σε πλοίο ή τρένο
- (συνεκδοχικά) έπιπλο που έχει δύο κρεβάτια το ένα πάνω από το άλλο