αχαμνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αχαμνός | η | αχαμνή | το | αχαμνό |
γενική | του | αχαμνού | της | αχαμνής | του | αχαμνού |
αιτιατική | τον | αχαμνό | την | αχαμνή | το | αχαμνό |
κλητική | αχαμνέ | αχαμνή | αχαμνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αχαμνοί | οι | αχαμνές | τα | αχαμνά |
γενική | των | αχαμνών | των | αχαμνών | των | αχαμνών |
αιτιατική | τους | αχαμνούς | τις | αχαμνές | τα | αχαμνά |
κλητική | αχαμνοί | αχαμνές | αχαμνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχαμνός < μεσαιωνική ελληνική αχαμνός < χαμνός < αρχαία ελληνική χαῦνος
Επίθετο
επεξεργασίααχαμνός, -ή, -ό