αχαμναίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααχαμναίνω
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) γίνομαι (πιο) αχαμνός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αχαμναίνω | αχάμναινα | θα αχαμναίνω | να αχαμναίνω | αχαμναίνοντας | |
β' ενικ. | αχαμναίνεις | αχάμναινες | θα αχαμναίνεις | να αχαμναίνεις | αχάμναινε | |
γ' ενικ. | αχαμναίνει | αχάμναινε | θα αχαμναίνει | να αχαμναίνει | ||
α' πληθ. | αχαμναίνουμε | αχαμναίναμε | θα αχαμναίνουμε | να αχαμναίνουμε | ||
β' πληθ. | αχαμναίνετε | αχαμναίνατε | θα αχαμναίνετε | να αχαμναίνετε | αχαμναίνετε | |
γ' πληθ. | αχαμναίνουν(ε) | αχάμναιναν αχαμναίναν(ε) |
θα αχαμναίνουν(ε) | να αχαμναίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αχάμνυνα | θα αχαμνύνω | να αχαμνύνω | αχαμνύνει | ||
β' ενικ. | αχάμνυνες | θα αχαμνύνεις | να αχαμνύνεις | αχάμνυνε | ||
γ' ενικ. | αχάμνυνε | θα αχαμνύνει | να αχαμνύνει | |||
α' πληθ. | αχαμνύναμε | θα αχαμνύνουμε | να αχαμνύνουμε | |||
β' πληθ. | αχαμνύνατε | θα αχαμνύνετε | να αχαμνύνετε | αχαμνύνετε | ||
γ' πληθ. | αχάμνυναν αχαμνύναν(ε) |
θα αχαμνύνουν(ε) | να αχαμνύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αχαμνύνει | είχα αχαμνύνει | θα έχω αχαμνύνει | να έχω αχαμνύνει | ||
β' ενικ. | έχεις αχαμνύνει | είχες αχαμνύνει | θα έχεις αχαμνύνει | να έχεις αχαμνύνει | ||
γ' ενικ. | έχει αχαμνύνει | είχε αχαμνύνει | θα έχει αχαμνύνει | να έχει αχαμνύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε αχαμνύνει | είχαμε αχαμνύνει | θα έχουμε αχαμνύνει | να έχουμε αχαμνύνει | ||
β' πληθ. | έχετε αχαμνύνει | είχατε αχαμνύνει | θα έχετε αχαμνύνει | να έχετε αχαμνύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν αχαμνύνει | είχαν αχαμνύνει | θα έχουν αχαμνύνει | να έχουν αχαμνύνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχαμναίνω
|