αχάμνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχάμνια | οι | αχάμνιες |
γενική | της | αχάμνιας | — | |
αιτιατική | την | αχάμνια | τις | αχάμνιες |
κλητική | αχάμνια | αχάμνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχάμνια < μεσαιωνική ελληνική αχάμνια < αχαμνός + -ια
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχάμνια θηλυκό