τσεβρές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσεβρές | οι | τσεβρέδες |
γενική | του | τσεβρέ | των | τσεβρέδων |
αιτιατική | τον | τσεβρέ | τους | τσεβρέδες |
κλητική | τσεβρέ | τσεβρέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσεβρές < (άμεσο δάνειο) τουρκική çevre + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσεβρές αρσενικό
- χρυσοκέντητο και μεταξοκέντητο υφασμάτινο εργόχειρο
- κεφαλομάντιλο
- Φροσύν΄, σε κλαίει η άνοιξη, σε κλαίει το καλοκαίρι, / σε κλαίει κι ο Μουχτάρ-πασάς με τον τσεβρέ στο χέρι. (Δημοτικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσεβρές
|