Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσεβρές οι τσεβρέδες
      γενική του τσεβρέ των τσεβρέδων
    αιτιατική τον τσεβρέ τους τσεβρέδες
     κλητική τσεβρέ τσεβρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσεβρές < (άμεσο δάνειο) τουρκική çevre +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσεβρές αρσενικό

  1. χρυσοκέντητο και μεταξοκέντητο υφασμάτινο εργόχειρο
  2. κεφαλομάντιλο
    Φροσύν΄, σε κλαίει η άνοιξη, σε κλαίει το καλοκαίρι, / σε κλαίει κι ο Μουχτάρ-πασάς με τον τσεβρέ στο χέρι. (Δημοτικό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία