μπουκαμβίλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουκαμβίλια | οι | μπουκαμβίλιες |
γενική | της | μπουκαμβίλιας | — | |
αιτιατική | την | μπουκαμβίλια | τις | μπουκαμβίλιες |
κλητική | μπουκαμβίλια | μπουκαμβίλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουκαμβίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική buganvillea με τροπή προφροάς σε [mv], ανομοίωση των ηχηρών [b],[ɡ] > [b], [k] και συνίζηση στην κατάληξη[1] < νεολατινικά Bougainvillea (όρος για ταξινομικό γένος) < επώνυμο του γάλλου εξερευνητή Μπουγκαινβίλ (Bougainville)[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bu.kaɱˈvi.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐καμ‐βί‐λια
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουκαμβίλια θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) θάμνος ή αναρριχητικό φυτό του γένους Bougainvillea που κατάγεται από την Νότια Αμερική και που βγάζει μικρά άνθη περικυκλωμένα από φύλλα με έντονο χρωματισμό και χάρτινη υφή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουκαμβίλια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπουκαμβίλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.