Δείτε επίσης: ετερόρρυθμος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἑτερόρρυθμος τὸ ἑτερόρρυθμον οἱ, αἱ ἑτερόρρυθμοι τὰ ἑτερόρρυθμα
Γενική τοῦ, τῆς ἑτερορρύθμου τοῦ ἑτερορρύθμου τῶν ἑτερορρύθμων τῶν ἑτερορρύθμων
Δοτική τῷ, τῇ ἑτερορρύθμῳ τῷ ἑτερορρύθμῳ τοῖς, ταῖς ἑτερορρύθμοις τοῖς ἑτερορρύθμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἑτερόρρυθμον τὸ ἑτερόρρυθμον τοὺς, τὰς ἑτερορρύθμους τὰ ἑτερόρρυθμα
Κλητική ἑτερόρρυθμε ἑτερόρρυθμον ἑτερόρρυθμοι ἑτερόρρυθμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἑτερορρύθμω
Γενική-Δοτική ἑτερορρύθμοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑτερόρρυθμος < αρχαία ελληνική ἕτερος + ῥυθμός

  Επίθετο επεξεργασία

ἑτερόρρυθμος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία