ἑτερόρρυθμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἑτερόρρυθμος | τὸ ἑτερόρρυθμον | οἱ, αἱ ἑτερόρρυθμοι | τὰ ἑτερόρρυθμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἑτερορρύθμου | τοῦ ἑτερορρύθμου | τῶν ἑτερορρύθμων | τῶν ἑτερορρύθμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἑτερορρύθμῳ | τῷ ἑτερορρύθμῳ | τοῖς, ταῖς ἑτερορρύθμοις | τοῖς ἑτερορρύθμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἑτερόρρυθμον | τὸ ἑτερόρρυθμον | τοὺς, τὰς ἑτερορρύθμους | τὰ ἑτερόρρυθμα |
Κλητική | ἑτερόρρυθμε | ἑτερόρρυθμον | ἑτερόρρυθμοι | ἑτερόρρυθμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἑτερορρύθμω | |||
Γενική-Δοτική | ἑτερορρύθμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑτερόρρυθμος < αρχαία ελληνική ἕτερος + ῥυθμός
Επίθετο
επεξεργασίαἑτερόρρυθμος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- ἑτερόρρυθμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.