Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιούρια < (άμεσο δάνειο) τουρκική yürü (προστακτική τού yürümek: προχωρώ, περπατώ) + ya (λοιπόν)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιούρια θηλυκό, μόνο στον ενικό άκλιτο

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η γιούρια 
      γενική της γιούρια 
    αιτιατική τη γιούρια 
     κλητική γιούρια 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επιφώνημα επεξεργασία

γιούρια!

Σημειώσεις επεξεργασία

  • επιφώνημα που δείχνει, συνήθως, ενθουσιασμό και όχι παρότρυνση με επιθετικές προθέσεις

Εκφράσεις επεξεργασία