Ετυμολογία

επεξεργασία
γιουργιάρω < γιούργι(α) (γιούρια) + -άρω

γιουργιάρω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. γιουργιάρω γιούργιαρα θα γιουργιάρω να γιουργιάρω γιουργιάροντας
β' ενικ. γιουργιάρεις γιούργιαρες θα γιουργιάρεις να γιουργιάρεις γιούργιαρε
γ' ενικ. γιουργιάρει γιούργιαρε θα γιουργιάρει να γιουργιάρει
α' πληθ. γιουργιάρουμε γιουργιάραμε θα γιουργιάρουμε να γιουργιάρουμε
β' πληθ. γιουργιάρετε γιουργιάρατε θα γιουργιάρετε να γιουργιάρετε γιουργιάρετε
γ' πληθ. γιουργιάρουν(ε) γιούργιαραν
γιουργιάραν(ε)
θα γιουργιάρουν(ε) να γιουργιάρουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 440.