μενεστρέλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μενεστρέλος | οι | μενεστρέλοι |
γενική | του | μενεστρέλου | των | μενεστρέλων |
αιτιατική | τον | μενεστρέλο | τους | μενεστρέλους |
κλητική | μενεστρέλε | μενεστρέλοι | ||
Κυρίως στον πληθυντικό | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μενεστρέλος < μεσαιωνική ελληνική μενεστρέλος < ιταλική menestrello < λατινική ministerialis (υπηρέτης) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.neˈstɾe.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐νε‐στρέ‐λος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μενεστρέλος αρσενικό[2]
- (ιστορία) επαγγελματίας διασκεδαστής σε περιοχές της Ευρώπης κατά τον μεσαίωνα, κυρίως από τον 12ο έως τον 16ο αιώνα
- ※ 20ος αιώνας, ⌘ Άγγελος Τερζάκης, Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, Έτος αρχικής έκδοσης: 1945, σελ. 180 @archive
- Τή λοξή ματιά πού τοῦ ἔρριξε ὁ μενεστρέλος τήν κατάλαβε ὁ Σγουρός. Μά δέ γνοιάστηκε. Τόν ἄφησε νὰ τόν κοιτάζει.
- ※ 20ος αιώνας, ⌘ Άγγελος Τερζάκης, Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, Έτος αρχικής έκδοσης: 1945, σελ. 180 @archive
- (μουσική, ποίηση, ύστερος μεσαίωνας στην Ευρώπη) συνθέτης και εκτελεστής τραγουδιών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μενεστρέλος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ μενεστρέλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μενεστρέλος < ιταλική menestrello < λατινική ministerialis
Ουσιαστικό επεξεργασία
μενεστρέλος αρσενικό → χρειάζεται παράθεμα
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.