πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπερές οι μπερέδες
      γενική του μπερέ των μπερέδων
    αιτιατική τον μπερέ τους μπερέδες
     κλητική μπερέ μπερέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μπερές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπερές αρσενικό

  1. (ενδυμασία) είδος μαλακού καπέλου, στρογγυλού σχήματος που φοριέται συνήθως λίγο στραβά και είναι αρκετά συνηθισμένο σε διάφορα εθνικά στρατεύματα -κατά κανόνα στο πεζικό
    παράδειγμα  Οι Πράσινοι Μπερέδες (τίτλος ταινίας του 1968)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.