Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπερέ < από το γαλλικό béret

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπερέ ουδέτερο άκλιτο


Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία