πανσές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πανσές | οι | πανσέδες |
γενική | του | πανσέ | των | πανσέδων |
αιτιατική | τον | πανσέ | τους | πανσέδες |
κλητική | πανσέ | πανσέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /panˈses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐σές
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανσές αρσενικό
- (λουλούδι) ποώδες ανθοφόρο φυτό του υποείδους Viola tricolor hortensis (ή Viola x wittrockiana) του γένους Βιόλα, υβρίδιο που δημιουργήθηκε από τη διασταύρωση διάφορων ειδών του αναφερόμενου γένους, με κίτρινα, λευκά, μοβ ή πολύχρωμα άνθη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πανσές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας