πανσές
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πανσές | οι | πανσέδες |
γενική | του | πανσέ | των | πανσέδων |
αιτιατική | τον | πανσέ | τους | πανσέδες |
κλητική | πανσέ | πανσέδες | ||
όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πανσές αρσενικό
- ποώδες ανθοφόρο φυτό του υποείδους Viola tricolor hortensis (ή Viola x wittrockiana) του γένους Βιόλα, υβρίδιο που δημιουργήθηκε από τη διασταύρωση διάφορων ειδών του αναφερόμενου γένους, με κίτρινα, λευκά, μοβ ή πολύχρωμα άνθη