υβρίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υβρίδιο | τα | υβρίδια |
γενική | του | υβρίδιου & υβριδίου |
των | υβρίδιων & υβριδίων |
αιτιατική | το | υβρίδιο | τα | υβρίδια |
κλητική | υβρίδιο | υβρίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υβρίδιο < (άμεσο δάνειο) γαλλική hybride < λατινική hybrida < hibrida (γόνος διασταύρωσης διαφορετικών ειδών ή γεννημένος από Ρωμαίο πατέρα και ξένη ή δούλη μητέρα)[1] με παρετυμολόγηση από το αρχαίο ὕβρις[2][3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈvɾi.ði.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυβρίδιο ουδέτερο
- (βιολογία): φυτό ή ζώο που έχει δημιουργηθεί με τη διασταύρωση ατόμων, τα οποία είναι γενετικά ανόμοια
- (γλωσσολογία) σύνθετη λέξη που έχει προκύψει από στοιχεία δύο διαφορετικών γλωσσών, π.χ. κασετόφωνο, βιντεοταινία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- υβρίδιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ hibrida - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ υβρίδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.