υβριδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- υβριδισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυβριδισμός αρσενικό
- αποτέλεσμα συνένωσης δύο (ή περισσότερων) στοιχείων
π.χ. τα greeklish είναι μια υβριδική γλώσσα ( λατινικοί χαρακτήρες/ελληνικές λέξεις).
Μεταφράσεις
επεξεργασία υβριδισμός
|