hybride
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hybride | hybrides |
hybride (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hybride | hybrides |
hybride (fr) αρσενικό
- (βιολογία και συνηθισμένη χρήση) υβρίδιο
Εκφράσεις
επεξεργασία- (γλωσσολογία) mot hybride λέξη που προέρχεται από τη σύνθεση στοιχείων που ανήκουν σε διαφορετικές γλώσσες, για παράδειγμα endoscopie, hypermarché