Ετυμολογία

επεξεργασία
hybride < hibride < λατινική hybrida

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.bʁid/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hybride hybrides

hybride (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hybride hybrides

hybride (fr) αρσενικό

  • (βιολογία και συνηθισμένη χρήση) υβρίδιο

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (γλωσσολογία) mot hybride λέξη που προέρχεται από τη σύνθεση στοιχείων που ανήκουν σε διαφορετικές γλώσσες, για παράδειγμα endoscopie, hypermarché

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία