υβριδοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υβριδοποίηση | οι | υβριδοποιήσεις |
γενική | της | υβριδοποίησης | των | υβριδοποιήσεων |
αιτιατική | την | υβριδοποίηση | τις | υβριδοποιήσεις |
κλητική | υβριδοποίηση | υβριδοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υβριδοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υβριδοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υβριδοποίηση
|