↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υβριδοποίηση οι υβριδοποιήσεις
      γενική της υβριδοποίησης των υβριδοποιήσεων
    αιτιατική την υβριδοποίηση τις υβριδοποιήσεις
     κλητική υβριδοποίηση υβριδοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υβριδοποίηση < υβρίδιο + -ο- + -ποίηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hybridation[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hybridization[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υβριδοποίηση θηλυκό

  1. (βιολογία) η διασταύρωση δύο διαφορετικών ειδών ή ποικιλιών για να παραχθεί ένας υβριδικός οργανισμός με χαρακτηριστικά από αμφότερους τους γονείς
  2. (χημεία) η διαδικασία κατά την οποία ατομικές τροχιακές ενώνονται για να σχηματίσουν νέα τροχιακά, τα οποία είναι ισοδύναμα σε ενέργεια
  3. (γενετική) η διαδικασία κατά την οποία δύο συμπληρωματικά κλωνοποιημένα DNA ή RNA μόρια συνδέονται για να σχηματίσουν ένα διπλό μόριο DNA ή RNA

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 υβριδοποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)