pensée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pensée | pensées |
pensée (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pensée | pensées |
pensée (fr) θηλυκό
- ο πανσές
ενικός | πληθυντικός |
pensée | pensées |
pensée (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pensée | pensées |
pensée (fr) θηλυκό