• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πατρότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατρότητα οι πατρότητες
      γενική της πατρότητας των πατροτήτων
    αιτιατική την πατρότητα τις πατρότητες
     κλητική πατρότητα πατρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρότητα < ελληνιστική κοινή πατρότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του πατέρα ως φυσικού γονέα
  2. (μεταφορικά) το να έχει δημιουργήσει, επινοήσει ή εφεύρει κάποιος κάτι καινούριο και πρωτότυπο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • πατρικότητα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • μητρότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    πατρότητα
  • αγγλικά : fatherhood (en)
  • γαλλικά : paternité (fr)
  • πολωνικά : ojcostwo (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πατρότητα&oldid=5503502"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 12:55

Γλώσσες

    • Polski
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 12:55.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας