λιόκρουγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιόκρουγμα < λιό- + κρούσμα με ... < λιοκρούγομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʎo.kɾuɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιό‐κρουγ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιόκρουγμα ουδέτερο (δημοτική)
- οι πρώτες ακτίνες του ήλιου όταν ανατέλλει
- άλλες μορφές: λιόκρουσμα, ηλιόκρουγμα
- → δείτε και τις λέξεις ηλικόκριση και λιόκριση
- η νόσος ίκτερος, η χρυσή
- άλλες μορφές: ηλιόκρουγμα
- ≈ συνώνυμα: λιόκρουση, λιόκρουσμα, λιόκουρο, λιόκραγμα, λιόκρουξη / ηλιόκρουξη
Συγγενικά
επεξεργασία- ηλιόκρουστος
- λιόκουρο
- λιοκρούγομαι
- λιοκρούζομαι / ηλιοκρούζομαι
- λιόκρουση, λιόκριση / ηλιόκριση
- λιόκρουσμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιόκρουγμα
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .