Δείτε επίσης: ἴκτερος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίκτερος οι ίκτεροι
      γενική του ίκτερου των ίκτερων
    αιτιατική τον ίκτερο τους ίκτερους
     κλητική ίκτερε ίκτεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίκτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἴκτερος
 
ασθενής με ίκτερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίκτερος αρσενικό

  • (ιατρική): σύμπτωμα ηπατικής πάθησης που εκδηλώνεται με το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα που παίρνει το δέρμα λόγω της παρουσίας ουσιών της χολής στο αίμα
    το νεογέννητο παρουσίασε ίκτερο και έπρεπε να μείνει στο μαιευτήριο για παρακολούθηση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία