↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιόκρουσμα τα λιοκρούσματα
      γενική του λιοκρούσματος των λιοκρουσμάτων
    αιτιατική το λιόκρουσμα τα λιοκρούσματα
     κλητική λιόκρουσμα λιοκρούσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιόκρουσμα < λιό- + κρούσμα < λιοκρούγομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʎo.kɾu.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιό‐κρου‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιόκρουσμα ουδέτερο (δημοτική)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία