σουλατσαδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουλατσαδόρος < σουλατσ(άρω) + -αδόρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουλατσαδόρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος άεργος που τριγυρίζει άσκοπα εδώ κι εκεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- τοκιστής και σουλατσαδόρος: (ειρωνικό) άεργος κι αργόσχολος με αφανείς πηγές βιοπορισμού