αντραντές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντραντές < προσαρμοσμένο άμεσο δάνειο από τη γαλλική entre-deux (κυριολεκτικά: ανάμεσα σε δύο) + -ς [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντραντές αρσενικό
- (λαϊκό, ραπτική) ταινία (λωρίδα) κεντήματος ή δαντέλας που τοποθετείται μεταξύ δυο κομματιών από ύφασμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντραντές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Λήμμα «αντρεδές», Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 330.
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .