Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντραντές οι αντραντέδες
      γενική του αντραντέ των αντραντέδων
    αιτιατική τον αντραντέ τους αντραντέδες
     κλητική αντραντέ αντραντέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντραντές < προσαρμοσμένο άμεσο δάνειο από τη γαλλική entre-deux (κυριολεκτικά: ανάμεσα σε δύο) + [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντραντές αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αντραντές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Λήμμα «αντρεδές», Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 330.

  Πηγές επεξεργασία