↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουφέτο τα κουφέτα
      γενική του κουφέτου των κουφέτων
    αιτιατική το κουφέτο τα κουφέτα
     κλητική κουφέτο κουφέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ολόλευκα κουφέτα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουφέτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφέτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουφέτο ουδέτερο

  1. (γλυκό) το μικρό ζαχαρωτό, συνήθως ωοειδούς] σχήματος, που αποτελείται από ένα αμύγδαλο ή σοκολάτα με επικάλυψη από σκληρό στρώμα ζάχαρης και που προσφέρεται στους γάμους και στα βαφτίσια
  2. (μεταφορικά) τα πολύ άσπρα ή πολύ καθαρά ρούχα
    ⮡  Σαν κουφέτα έγιναν τα σεντόνια.
  3. (μεταφορικά, θωπευτικό) κάτι πολύ όμορφο, τρυφερούτσικο (συνήθως λέγεται για μικρό παιδί: κουφετάκι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουφέτο < κουμφέτο με αποβολή του [m] πριν από το [f] < ιταλική confetto (προφορά komfetto) με αλλαγή [o] > [u][1] < λατινική confectum, ουδέτερο του confectus, μετοχή του conficio[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουφέτο ουδέτερο

  1. (γλυκό) όπως το κουφέτο
  2. (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα όπως το χάπι
    → δείτε τη λέξη κουμφέτον

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κουφέτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κουφέτο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.