Ετυμολογία

επεξεργασία
κουφέττον < ιταλική confetto (προφορά /komfétto/) → δείτε τη λέξη κουφέτο[1] με διατήρηση της γραφής διπλού συμφώνου + λόγια κατάληξη -ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουφέττον ουδέτερο

  • άλλη μορφή του κουφέτο
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Καὶ ὅνταν ἐποφάγασιν, ἐσηκώθεν ὁ μισέρ Φιλήμουν τῆς Πάρας καὶ ἐπίασεν τὸ κουφέττον καὶ ἐδούλευσεν τοῦ πάπα καὶ τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου· καὶ οὕτως ἐγίνετον ἡ ἀγάπη τοῦ ρηγὸς καὶ τοῦ ἀφέντη τῆς Πάρας.

  Αναφορές

επεξεργασία