↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαρωτό τα ζαχαρωτά
      γενική του ζαχαρωτού των ζαχαρωτών
    αιτιατική το ζαχαρωτό τα ζαχαρωτά
     κλητική ζαχαρωτό ζαχαρωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαρωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζαχαρωτός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐χα‐ρω‐τό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζαχαρωτό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ζαχαρωτό