sucrerie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sucrerie | sucreries |
sucrerie (fr) θηλυκό
- το ζαχαρωτό
Il mange plein de sucreries. : τρώει όλο ζαχαρωτά.
ενικός | πληθυντικός |
sucrerie | sucreries |
sucrerie (fr) θηλυκό
Il mange plein de sucreries. : τρώει όλο ζαχαρωτά.