Ετυμολογία

επεξεργασία

sucrerie < sucre + -erie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sy.kʁǝ.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sucrerie sucreries

sucrerie (fr) θηλυκό

Il mange plein de sucreries. : τρώει όλο ζαχαρωτά.

Συγγενικά

επεξεργασία

sucre