Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στρουμπουλός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στρουμπουλ
ός
η
στρουμπουλ
ή
το
στρουμπουλ
ό
γενική
του
στρουμπουλ
ού
της
στρουμπουλ
ής
του
στρουμπουλ
ού
αιτιατική
τον
στρουμπουλ
ό
τη
στρουμπουλ
ή
το
στρουμπουλ
ό
κλητική
στρουμπουλ
έ
στρουμπουλ
ή
στρουμπουλ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στρουμπουλ
οί
οι
στρουμπουλ
ές
τα
στρουμπουλ
ά
γενική
των
στρουμπουλ
ών
των
στρουμπουλ
ών
των
στρουμπουλ
ών
αιτιατική
τους
στρουμπουλ
ούς
τις
στρουμπουλ
ές
τα
στρουμπουλ
ά
κλητική
στρουμπουλ
οί
στρουμπουλ
ές
στρουμπουλ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στρουμπουλός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
στρουμπουλός
παχουλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στρουμπουλός
→
δείτε
τη λέξη
παχουλός
γαλλικά
:
rondelet
(fr)
,
joufflu
(fr)