κουβούκλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- προέρχεται από τη λατινική λέξη cubiculum, της οποίας αποτελεί υποκοριστικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουβούκλιο ουδέτερο
- μικρός θόλος ο οποίος στηρίζεται σε λεπτές κολόνες
κουβούκλιο ουδέτερο