↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουβούκλιο τα κουβούκλια
      γενική του κουβούκλιου των κουβούκλιων
    αιτιατική το κουβούκλιο τα κουβούκλια
     κλητική κουβούκλιο κουβούκλια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προέρχεται από τη λατινική λέξη cubiculum, της οποίας αποτελεί υποκοριστικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουβούκλιο ουδέτερο

  • μικρός θόλος ο οποίος στηρίζεται σε λεπτές κολόνες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία