Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαμπούνα οι τσαμπούνες
      γενική της τσαμπούνας των τσαμπουνών
    αιτιατική την τσαμπούνα τις τσαμπούνες
     κλητική τσαμπούνα τσαμπούνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κυκλαδίτικες τσαμπούνες

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τσαμπούνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική zampogna < λατινική symphonia < αρχαία ελληνική συμφωνία (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡saˈbu.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐πού‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαμπούνα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τσαμπούνα: ρηματικός τύπος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τσαμπούνα