τσαμπούνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- τσαμπούνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική zampogna < λατινική symphonia < αρχαία ελληνική συμφωνία (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡saˈbu.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐πού‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαμπούνα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) είδος παραδοσιακού πνευστού μουσικού οργάνου με ασκό αντίστοιχο με τον αρχαίο άσκαυλο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- τζαμπούνα (ανατολικές Κυκλάδες)
- σαμπούνα (Άνδρος)
- γκάιντα (ηπειρωτική Ελλάδα)
- πίπιζα (ηπειρωτική Ελλάδα)
- ασκομαντούρα (Κρήτη)
- τσαμπουνοφυλάκα (Ικαρία)
- αγγείον, τουλούμι (Πόντος)
- σκορτσάμπουνο (Κεφαλονιά)
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τσαμπούνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- τσαμπούνα: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τσαμπούνα
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του ρήματος τσαμπουνάω
- άλλες μορφές: τσαμπούναγε