Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαμπουνιέρης οι τσαμπουνιέρηδες
      γενική του τσαμπουνιέρη των τσαμπουνιέρηδων
    αιτιατική τον τσαμπουνιέρη τους τσαμπουνιέρηδες
     κλητική τσαμπουνιέρη τσαμπουνιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαμπουνιέρης < τσαμπούν(α) + -ιέρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαμπουνιέρης αρσενικό

  • (μουσική, επάγγελμα) ο οργανοπαίκτης της τσαμπούνας
    Υπάρχουν επαγγελματίες τσαμπουνιέρηδες. Και υπάρχουν και άνθρωποι που ασκούν κατά βάση κάποιο άλλο επάγγελμα, αλλά παίζοντας τσαμπούνα κερδίζουν πολλά χρήματα. (Γιώργος Πίττας, Εγκώμιο τσαμπούνας, 10/10/2008, Σημάδια του Αιγαίου, [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία