Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασκομαντούρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ασκομαντούρ
α
οι
ασκομαντούρ
ες
γενική
της
ασκομαντούρ
ας
των
ασκομαντούρ
ων
αιτιατική
την
ασκομαντούρ
α
τις
ασκομαντούρ
ες
κλητική
ασκομαντούρ
α
ασκομαντούρ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασκομαντούρα
<
ασκ(ός)
+
-ο-
+
μαντούρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασκομαντούρα
θηλυκό
(
ιδιωματικό
,
μουσικό όργανο
) ο
άσκαυλος
, το
ασκαύλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασκομαντούρα
→
δείτε
τη λέξη
άσκαυλος