Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαντούρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
Μαντούρα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μαντούρ
α
οι
μαντούρ
ες
γενική
της
μαντούρ
ας
των
μαντούρ
ων
αιτιατική
τη
μαντούρ
α
τις
μαντούρ
ες
κλητική
μαντούρ
α
μαντούρ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
κρητική
μαντούρα
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαντούρα
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
μαντούρα
/
παντούρα
/
πανδούρα
<
ελληνιστική κοινή
πανδοῦρα
<
λυδική
προέλευση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαντούρα
θηλυκό
(
μουσικό όργανο
)
είδος
φλογέρας
ή
κλαρινέτου
με
μονό
γλωσσίδι
Συγγενικά
επεξεργασία
ασκομαντούρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαντούρα