μαντούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαντούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαντούρα / παντούρα / πανδούρα < ελληνιστική κοινή πανδοῦρα < λυδική προέλευση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντούρα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαντούρα
|