πανδοῦρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πανδοῦρᾱ | αἱ | πανδοῦραι | ||||
γενική | τῆς | πανδοῦρᾱς | τῶν | πανδουρῶν | ||||
δοτική | τῇ | πανδοῦρᾳ | ταῖς | πανδοῦραις | ||||
αιτιατική | τὴν | πανδοῦρᾱν | τὰς | πανδοῦρᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πανδοῦρᾱ | πανδοῦραι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανδοῦρᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πανδοῦραιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανδοῦρα < Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανδοῦρα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (μουσικό όργανο) τρίχορδο μουσικό όργανο
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 82 183f-184a, @scaife.perseus, @el.wikisource
- Πυθαγόρας δὲ ὁ γεγραφὼς περὶ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης τοὺς Τρωγλοδύτας φησὶ κατασκευάζειν τὴν πανδούραν ἐκ τῆς ἐν τῇ θαλάσσῃ φυομένης δάφνης.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 78 176a-176b, @scaife.perseus, @el.wikisource
- Πρωταγορίδης δ’ ὁ Κυζικηνὸς ἐν δευτέρῳ περὶ τῶν ἐπὶ Δάφνῃ πανηγύρεών φησιν παντὸς δὲ ὀργάνου κατὰ μίτον ἧπται, κροτάλων, ὑπὸ φανοῦ, πανδούρου, τῷ τε ἡδεῖ μοναύλῳ τὰς ἡδίστας ἁρμονίας ἀναμινυρίζει.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 82 183f-184a, @scaife.perseus, @el.wikisource
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαπανδοῦρα (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πανδούρα στη Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- πανδούρα σελ. 1149 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- πανδοῦρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.