Ετυμολογία

επεξεργασία

τσαμπουνίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαμπουνίζω < *τσαμπούν(α) + -ίζω  δείτε και τη λέξη τσαμπούρνα