Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαμπουνίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσαμπουνίζω < τσαμπούν(α) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

τσαμπουνίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαμπουνίζω < *τσαμπούν(α) + -ίζω → δείτε και τη λέξη τσαμπούρνα

  Ρήμα επεξεργασία

τσαμπουνίζω