τσαμπούνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαμπούνισμα < τσαμπουνίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαμπούνισμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τσαμπούνημα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσαμπούνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαμπούνισμα
|