Ουσιαστικό

επεξεργασία

zoo (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zoo zoos

zoo (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
zoo < περικοπή του giardino zoologico. Δείτε αρχαία ελληνική ζῷον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈd͡zɔ.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

zoo (it)

Συγγενικά

επεξεργασία