zoo
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαzoo (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
zoo | zoos |
zoo (fr) αρσενικό
- (οικείο) ο ζωολογικός κήπος
- → δείτε τη λέξη parc zoologique
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- zoo < περικοπή του giardino zoologico. Δείτε αρχαία ελληνική ζῷον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαzoo (it)