Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ζωολογικός κήπος αρσενικό

  • περιφραγμένη έκταση όπου εκτίθενται στο κοινό αιχμαλωτισμένα άγρια ζώα

  Μεταφράσεις επεξεργασία