καμπινέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμπινέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική cabinet [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπινέ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του καμπινές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καμπινέ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καμπινέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας