μουντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουντάρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοντάρω < ιταλική montare < δημώδης λατινική *mōntāre, απαρέμφατο ενεστώτα του *mōntō < λατινική mons (βουνό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mon- (βουνό) < *men-
Ρήμα
επεξεργασίαμουντάρω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μουντάρω
→ δείτε τις λέξεις ορμώ, εφορμώ και επιτίθεμαι |