μουντάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουντάρισμα < μουντάρω + -ισμα < μεσαιωνική ελληνική μουντάρω < ιταλική montare < λατινική mons (βουνό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουντάρισμα ουδέτερο
- (ιδιωματισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μουντάρω, αιφνιδιαστική επίθεση, εφόρμηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουντάρισμα
|