πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περουζές οι περουζέδες
      γενική του περουζέ των περουζέδων
    αιτιατική τον περουζέ τους περουζέδες
     κλητική περουζέ περουζέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περουζές αρσενικό

  • ο πολύτιμος λίθος κάλαϊς
      Μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός·
    αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,
    με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
    το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο, []
    Κωνσταντίνος Καβάφης, Οροφέρνης, στίχοι 12-15

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία