περουζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περουζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική peruze < περσική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερουζές αρσενικό
- ο πολύτιμος λίθος κάλαϊς
- ※ Μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός·
αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,
με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο, […]- Κωνσταντίνος Καβάφης, Οροφέρνης, στίχοι 12-15
- ※ Μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός·
Μεταφράσεις
επεξεργασία περουζές
→ δείτε τη λέξη τιρκουάζ |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περουζές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας